- βακτηρίδιον
- βακτηρ-ίδιον, τό, Dim. of βακτηρία, Hsch.A s.v. κάλιον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βακτηρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)